ανεπίβατος

ανεπίβατος
ος , ον не покрытый (о животном)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανεπίβατος" в других словарях:

  • ανεπίβατος — ἀνεπίβατος, ον (AM) αδιάβατος, απροσπέλαστος, απρόσιτος …   Dictionary of Greek

  • ἀνεπίβατος — not to be climbed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίβατον — ἀνεπίβατος not to be climbed masc/fem acc sg ἀνεπίβατος not to be climbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιβάτοις — ἀνεπίβατος not to be climbed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιβάτους — ἀνεπίβατος not to be climbed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιβάτων — ἀνεπίβατος not to be climbed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίβατα — ἀνεπίβατος not to be climbed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίβατε — ἀνεπίβατος not to be climbed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίβατοι — ἀνεπίβατος not to be climbed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάτευτος — η, ο [βατεύω] 1. (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν βατεύτηκε, ανόχευτος, ανεπίβατος, αμαρκάλιστος 2. αυτός που δεν προήλθε από βάτευση 3. υγιής, αβλαβής …   Dictionary of Greek

  • αμαρκάλιστος — η, ο [μαρκαλίζω] (για κατσίκες ή πρόβατα) αυτός που δεν μαρκαλίστηκε, ανεπίβατος, αβάτευτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»